Γκέρικε, Ότο φον-

Γκέρικε, Ότο φον-
(Otto von Guericke, Μαγδεμβούργο 1602 – Αμβούργο 1686). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε στο Λέιντεν και ταξίδεψε στη Γαλλία και στην Αγγλία. Το 1627 ονομάστηκε πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου της πόλης του Μαγδεμβούργου και το 1646 δήμαρχος. Ασχολήθηκε με τα επιστημονικά προβλήματα ως ερασιτέχνης· παρ’ όλα αυτά κατάφερε να συνδέσει τα όνομά του κυρίως με την πυκνότητα των αερίων και την ατμοσφαιρική πίεση. Ύστερα από συνεχή πειράματα ο Γ. κατασκεύασε την πρώτη αεραντλία, την οποία τελειοποίησε αργότερα και κατόρθωσε να της δώσει μορφή σχεδόν όμοια με αυτή των σημερινών. Με το όργανο αυτό πραγματοποίησε πολλά πειράματα, από τα οποία έμειναν ονομαστά τα ημισφαίρια του Μαγδεμβούργου. Ο Γ. ασχολήθηκε και με τη μελέτη του ηλεκτρισμού και κατασκεύασε την πρώτη στοιχειώδη ηλεκτροστατική μηχανή, που αποτελείται από μια σφαίρα θείου, στερεωμένη σε έναν άξονα με έναν χειρομοχλό· όταν την περιέστρεφε και την έτριβε με ένα ύφασμα, η σφαίρα φορτιζόταν. Ο Γ. παρατήρησε τότε ότι τα φορτισμένα με ηλεκτρισμό σώματα έλκουν τα ελαφρά σώματα, αλλά μετά την επαφή τα απωθούν. Έτσι έδειξε τα δύο είδη ηλεκτρισμού. Εκτέλεσε επίσης αστρονομικές παρατηρήσεις και υπήρξε ο πρώτος που παρατήρησε την περιοδικότητα των κομητών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • ημισφαίριο — Όρος που σημαίνει το ένα από τα δύο ίσα μέρη σφαίρας ή σφαιροειδούς σώματος. (Αστρον.) Είναι κάθε ένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία χωρίζει ο ουράνιος ισημερινός την ουράνια σφαίρα. Τα δύο αυτά μέρη λέγονται βόρειο και νότιο η., ενώ τα δύο η. στα …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • κενό — (Φυσ.) Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδειχθεί ένας συγκεκριμένος χώρος (ιδιαίτερα ένα κλειστό δοχείο), όπου η πυκνότητα της ύλης είναι πολύ χαμηλή. Στο εργαστήριο, η μέτρηση του κ. οδηγεί σε μια μέτρηση της πίεσης του αερίου που παραμένει στο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”